- προσεπιτάσσω
- Α [ἐπιτάσσω]1. επιβάλλω κάτι επί πλέον σε κάποιον2. μέσ. προσεπιτάσσομαιπαίρνω στη συνέχεια την καθορισμένη θέση μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιτάττει — προσεπιτάσσομαι pres ind mp 2nd sg (attic) προσεπιτάσσομαι pres ind act 3rd sg (attic) προσεπιτάσσω enjoin besides pres ind mp 2nd sg (attic) προσεπιτάσσω enjoin besides pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
προσεπιταττομένοις — προσεπιτάσσομαι pres part mp masc/neut dat pl (attic) προσεπιτάσσω enjoin besides pres part mp masc/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιταχθέντος — προσεπιτάσσομαι aor part pass masc/neut gen sg προσεπιτάσσω enjoin besides aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιτάξας — προσεπιτάξᾱς , προσεπιτάσσομαι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προσεπιτάξᾱς , προσεπιτάσσω enjoin besides aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιτάττειν — προσεπιτάσσομαι pres inf act (attic epic) προσεπιτάσσω enjoin besides pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιτάττων — προσεπιτάσσομαι pres part act masc nom sg (attic) προσεπιτάσσω enjoin besides pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)